- αδιάτρητος
- -η, -οαδιατρύπητος: Μ' όλες τις οβίδες που είχε δεχτεί, το τείχος ορθωνόταν αδιάτρητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδιάτρητος — η, ο [διατιτραίνω] αυτός που δεν διατρυπήθηκε ή δεν μπορεί να τόν διατρυπήσει κανείς, αδιατρύπητος, αδιαπέραστος … Dictionary of Greek
αδιαπέραστος — η, ο [διαπερνώ] 1. αυτός που δεν τόν διαπέρασε ή δεν μπορεί να τόν διαπεράσει κανείς, αδιάβατος 2. αδιάτρητος 3. στεγανός 4. (για το σκοτάδι) πολύ πυκνός· … Dictionary of Greek
αδιατρύπητος — η, ο [διατρυπώ] αυτός που δεν διατρυπήθηκε ή δεν μπορεί να διατρυπηθεί, ο αδιάτρητος … Dictionary of Greek
ατρύπητος — η, ο (AM ἀτρύπητος, ον) 1. αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή αυτός που δεν έχει τρύπα, αδιάτρητος 2. αυτός που δεν επιδέχεται τρύπημα … Dictionary of Greek